- κακομήτωρ
- κακομήτωρmother of illmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακομήτωρ — κακομήτωρ, ἡ (Α) (γλώσσα τού Ησύχ. στη λ. ἀμήτωρ) κακή μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. κοινο μήτωρ, φιλο μήτωρ] … Dictionary of Greek
κακομήτορες — κακομήτωρ mother of ill masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… … Dictionary of Greek